- αραχνιάζω
- 1. γεμίζω αράχνες2. μτφ. εγκαταλείπομαι, ερημώνομαι3. (μτχ. παθ. πρκμ.) αραχνιασμένος, -η, -οα) εγκαταλελειμμένος, έρημος6) απαίσιος, εξαθλιωμένοςγ) όμοιος με τον ιστό της αράχνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αραχνιάζω — αραχνιάζω, αράχνιασα, αραχνιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αραχνιάζω — ιασα, ιασμένος, σκεπάζομαι από ιστούς αράχνης, από αραχνιές: Βρήκαμε το σπίτι αραχνιασμένο και μέσα στη σκόνη. Ουσ. αράχνιασμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άραχθος — Ποταμός (110 χλμ.) της Ηπείρου. Έχει λεκάνη με έκταση 1.890 τ. χλμ. Πηγάζει από τη θέση Οξιά του Δεσπότη και εκβάλλει στον Αμβρακικό κόλπο. Λέγεται και ποτάμι της Άρτας. Σε τμήμα κοντά στις πηγές του ονομάζεται Μετσοβίτικος. Ο Μετσοβίτικος… … Dictionary of Greek
άραχνος — κ. άραχλος η, ο συφοριασμένος, δύστυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραχνιάζω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. άδειος < αδειάζω)] … Dictionary of Greek
αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… … Dictionary of Greek
αραχνίω — ἀραχνιῶ ( όω) (Α) [αράχνιον] 1. υφαίνω ιστό αράχνης γύρω από κάποιον, περιβάλλω με αράχνες 2. σχηματίζω στο σώμα μου κάποιο είδος αραχνένιου ιστού 3. γεμίζω αράχνες, αραχνιάζω … Dictionary of Greek
ξαραχνιάζω — και ξεραχνιάζω αφαιρώ τους ιστούς τής αράχνης, βγάζω τις αράχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αραχνιάζω] … Dictionary of Greek